- δείνωση
- η (Α δείνωσις) [δεινώ](ως φιλολογικός όρος) η μεγαλοποίηση, ο υπερβολικός τονισμός στην παρουσίασηαρχ.1. αγανάκτηση2. η σύσπαση, το αγρίεμα των φρυδιών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δεινωτικός — δεινωτικός, ή, όν (Α) [δείνωσις] αυτός που χρησιμοποιεί δείνωση, που μεγαλοποιεί τα πράγματα … Dictionary of Greek
παραύξησις — ἡσεως, ἡ, ΜΑ [παραυξάνω] 1. μεγέθυνση, αύξηση 2. (για τη Σελήνη) πλήρωση, γέμιση 3. αύξηση τής εντάσεως 4. μαθημ. προοδευτική αύξηση παράλληλων σειρών αρχ. 1. επαύξηση με προσθήκη τεμαχίων ή μερών 2. μετρική μήκυνση, έκταση 3. τραγούδημα σε… … Dictionary of Greek